- θοός
- θοός (-ᾶς, -ᾷ, -άν, -αί, -ᾶν, -αῖς, -άς; -ῷ, -όν)1 swift
σὺν ἅρματι θοῷ O. 1.110
θοᾶς ἐκ ναὸς O. 6.101
ἅρμα θοὸν O. 8.49
θοαὶ νᾶες O. 12.3
“ἵππους θοάς” P. 4.17 “θοᾶς Ἀργοῦς” P. 4.25ναυσὶ θοαῖς P. 5.87
θοαῖς ἂν ναυσὶ N. 7.28
θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 3. τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναΐ θοᾷδιαστείβων† (θοᾶ, θοσῶν codd. Sext. Emp.: θοᾷ σῶς Fabricius) fr. 221. 5 of a spear,ἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ N. 10.69
, transf., ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (cave interpreteris ὀξεῖαν, cf. Buttman, Lexilog., s. v.) N. 7.72 generally, θοαῖς ἐν μαχαῖς quick moving P. 8.26 Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις ( speeding brilliance: θοὰν transf. from ἵπποις) P. 11.48 πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν (= θοῶς, cf. Cram., An. Ox. I. 201.14, τὴν μεγάλην δηλόνοτι· θοός σημαίνει δὲ καὶ τὸ μέγας, quam doctrinam a grammaticis propagatam falsam fuisse censeas) fr. 162. ]πανθοο[ Pae. 6.74
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.